- κάστρος
- κάστρος, ὁ (Μ)βλ. κάστρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
μύρος — (I) το (Μ μῡρος) το αρωματικό λάδι με το οποίο ο ιερέας χρίει τον βαπτιζόμενο μσν. μύρο το οποίο αναβλύζει από τα σώματα τών αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μύρο(ν) κατά τα ουδ. σε ος, πρβλ. (το) πρέπος (το) πρέπον, (το) κάστρος (το)… … Dictionary of Greek